- καραγκούνα
- ηβλ. καραγκούνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… … Dictionary of Greek
καραγκούνης — ο, θηλ. καραγκούνα 1. συν. στον πληθ. οι καραγκούνηδες Έλληνες κάτοικοι τής πεδινής Θεσσαλίας που ασχολούνται με τη γεωργία 2. άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος 3. φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < τουρκ. kara Yunan «μαύρος Έλληνας».… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek